-
1 страховой
επ.1. ασφαλιστικός• -τήριος•-ое учреждение ασφαλιστικό ίδρυμα•
-ое общество ασφαλιστική εταιρία•
страховой агент βλ., страховщик. страховой врач γιατρός ασφαλιστικής εταιρίας•
полис ασφαλιστήριο συμβόλαιο (η πόλιτσα)•
-ая квитанция απόδειξη ασφάλειας•
страховой взнос τα ασφάλιστρα• το πριμ, πρέμιο.
2. για ώρα ανάγκης, εφεδρικός, για κάθε ενδεχόμενο. -
2 сертификат
το πιστοποιητικόвыдавать - εκδίδω το -, δίνω το -депозитный (банк.) - ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζα- о мореходности мор. - αξιοπλοΐαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сертификат